Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποβάφω — (Α ἀποβάπτω) νεοελλ. 1. ολοκληρώνω το βάψιμο 2. χάνω το χρώμα μου, ξεβάφω αρχ. 1. βυθίζω κάτι στο νερό ή σε άλλο υγρό 2. αντλώ νερό … Dictionary of Greek
αποβάπτω — βλ. αποβάφω … Dictionary of Greek